throttle valve - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

throttle valve - translation to ελληνικό

MECHANISM BY WHICH FLUID FLOW IS MANAGED BY CONSTRICTION OR OBSTRUCTION
Throttle body; Accelerator (car); Throttle plate; Throttle (internal combustion engine); Throttleable; Throttle valve
  • Triple butterfly throttle body atop a fuel injection plenum, on a supercharged [[drag racing]] car

throttle valve         
ρυθμιστική βαλβίδα
ρυθμιστική βαλβίδα      
throttle valve
βαλβίδα         
throttle, valve

Ορισμός

throttle
I. n.
Windpipe, trachea, throat, weasand.
II. v. a.
Choke, strangle, suffocate.
III. v. n.
Choke, suffocate.

Βικιπαίδεια

Throttle

A throttle is the mechanism by which fluid flow is managed by constriction or obstruction.

An engine's power can be increased or decreased by the restriction of inlet gases (by the use of a throttle), but usually decreased. The term throttle has come to refer, informally, to any mechanism by which the power or speed of an engine is regulated, such as a car's accelerator pedal. What is often termed a throttle (in an aviation context) is also called a thrust lever, particularly for jet engine powered aircraft. For a steam locomotive, the valve which controls the steam is known as the regulator.